- επιπεδοδρομία
- ηαγώνας δρόμου αλόγων σε έδαφος επίπεδο χωρίς εμπόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + -δρομία < δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek